- ακρατοπηγόβρυτος
- ἀκρατοπηγόβρυτος, -ον (Α)αυτός που αναβλύζει από αγνή, καθαρή πηγή.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από τα ἄκρατος + πηγή + -βρυτος < βρύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκρατος — (1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων … Dictionary of Greek